ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΣΤΟΥΣ ΣΥΝΑΔΕΛΦΟΥΣ ΜΑΣ ΣΤΗΝ ΟΥΚΡΑΝΙΑ. Το πρόγραμμα 'Black Sea' είναι ένα πρόγραμμα επικοινωνίας, ακαδημαϊκού διαλόγου και επιστημονικής ανταλλαγής, για να φέρει
κοντά μελετητές πέρα από τα σύνορα: Ουκρανούς, Ρώσους, Έλληνες, Τούρκους, Γεωργιανούς, Βούλγαρους, Ρουμάνους, Μολδαβούς.
Δεν υπάρχει Ανατολή και Δύση. Υπάρχει ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ. Ας ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ
Η Javascript πρέπει να είναι ενεργοποιημένη για να συνεχίσετε!

Ευπατόρια


Ιστορία Εκκλησιών    GR

Συγγραφέας: ABDULLAYEVA-VAGIA MARIANNA

Η Ευπατορία βρίσκεται στο βόρειο-δυτικό μέρος της Κριμαίας, στις ακτές του κόλπου Καλαμίτσκι. Στην ίδια τοποθεσία βρισκόταν και η αρχαία ελληνική αποικία Κερκινίτις, η οποία ιδρύθηκε από τους αρχαίους Έλληνες της Ιωνίας στις αρχές του 5 αιώνα π.Χ. και παρέμεινε μέχρι το τέλος του 2 αιώνα π.Χ. Μετά την καταστροφή της πόλης, η περιοχή δεν κατοικήθηκε για πολλούς αιώνες, ώσπου στην εποχή της κυριαρχίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ιδρύθηκε μια πόλη–φρούριο που ονομάστηκε από τους Τατάρους της Κριμαίας Κέζλεβ (από το Kezlev — «πηγή»). Οι Τούρκοι την αναφέρουν ως Γέζλεβε (Gözleve), ενώ στις ρωσικές πηγές την συναντάμε με την ονομασία Κοζλόβ (Козлов). Ο ταξιδιώτης του 18ου αιώνα, Ιογκάν Τούνμαν, αναφέρει πως το Γέζλεβε ήταν μία από τις σημαντικότερες πόλεις της Κριμαίας. Ο θαλάσσιος κόλπος στο βόρειο μέρος του οποίου βρισκόταν η πόλη είχε ένα μικρό και ρηχό λιμάνι στο οποίο μπορούσαν να προσορμίσουν μόνο μικρά σκάφη. Η πόλη περιβαλλόταν από τείχη και πύργους, είχε περίπου 2.500 πέτρινα σπίτια, πολλά όμορφα τζαμιά και κατοικούνταν κυρίως από τους Τατάρους, Τούρκους, Έλληνες, Αρμένιους και Εβραίους (κυρίως Καραΐτες). Μετά την προσάρτηση της Κριμαίας στην Ρωσική Αυτοκρατορία, το 1784, η πόλη εξαιτίας της «κακόηχης ονομασίας» της μετονομάστηκε σε Ευπατορία (από τις ελληνικές λέξεις «ευ» και «πατήρ» υπονοώντας το ευγενές γένος). Η Ρωσική Αυτοκρατορία άρχισε τις διοικητικές μεταρρυθμίσεις και τον εποικισμό της περιοχής (από μεγαλοκτηματίες, αγρότες, αστούς, στρατιωτικούς και ξένους). Στην πολυπολιτισμική Ευπατορία κυριαρχούσαν οι Καραΐτες - από το 1837 η Ευπατορία θεωρούταν το πνευματικό κέντρο των Καραϊτών της Ρωσίας-, οι οποίοι συνυπήρχαν ειρηνικά με τους Αρμένιους, τους Ρώσους, τους Έλληνες και τους Κριμαϊκούς Τατάρους της περιοχής.

Για την εξυπηρέτηση των θρησκευτικών αναγκών της ελληνικής κοινότητας της Ευπατορίας χρησιμοποιούνταν ο καθεδρικός ναός του Αγίου Νικολάου του Θαυματουργού, κτισμένος στη θέση της παλαιάς ελληνικής εκκλησίας του 1805. Στο καινούργιο εκκλησιαστικό κτήριο του Αγίου Νικολάου που εγκαινιάστηκε το 1898, εκκλησιάζονταν και το ρώσικο ποίμνιο της πόλης και η λειτουργία γινόταν στα ρωσικά. Για αυτό το λόγο, το 1899, ο ελληνικός σύλλογος κατέθεσε στο Συμβούλιο της πόλης αίτησή για την οικοδόμηση μιας νέας ελληνικής εκκλησίας, της εκκλησίας του Προφήτη Ηλία. Οι λόγοι που αναφέρονται από τον σύλλογο στην αίτηση για την ανοικοδόμηση άλλης μίας εκκλησίας ήταν οι εξής: «1) η ελληνική κοινότητα είναι η πολυπληθέστερη στην Ευπατορία, καθώς στην ενορία του καθεδρικού ναού τη δεκαετία του 1880 ήταν εγγεγραμμένοι 234 Έλληνες, 2) ο ναός του Αγίου Νικολάου, ο οποίος κτίστηκε αντί της ελληνικής εκκλησίας του 1805, δεν μπορεί να τους χωρέσει όλους, 3) η μη κατανόηση στα ρωσικά της λειτουργίας από τους Έλληνες».

Το 1900 το Συμβούλιο της πόλης έκανε δωρεά στην ελληνική κοινότητα μία έκταση επιφάνειας 600 τετραγωνικών σαζέν στην τοποθεσία που ζήτησε η κοινότητα [1]. Τα χρήματα για τον σχεδιασμό και την ανοικοδόμηση του νέου ναού δεν ήταν αρκετά και μόνο το 1907 η επιτροπή για την ανοικοδόμηση της εκκλησίας του Προφήτη Ηλία κατάφερε να ετοιμάσει το σχέδιο, με την συμμετοχή του αρχιτέκτονα της πόλης Γένριχ (А. Генрих) το οποίο και εγκρίθηκε. [2] Ο Η. Ζάχιος (И. Захио), μέλος του Συμβουλίου της πόλης και αντιπρόεδρος του ελληνικού συλλόγου της Ευπατορίας εξελέγη ταμίας της επιτροπής [3]. Στα τέλη του 1908 ο επικεφαλής του ελληνικού συλλόγου της Ευπατορίας, Φ.Ι. Βασιλκιώτης [4], ζήτησε από το συμβούλιο της πόλης οικονομική βοήθεια, με αποτέλεσμα να εγκριθεί το ποσό των 5.000 ρουβλίων (κάθε χρόνο θα γινόταν εκταμίευση 1.000 ρουβλίων). Οι εργασίες ξεκίνησαν στις 6 Ιουνίου του 1911. Ενδιαφέρον είναι ότι στις 9 Ιουνίου του 1911, ο επικεφαλής της πόλης καραΐτης Σ. Ντουβάν (С. Дуван), βραβεύτηκε με τον «Σταυρό του Βασιλικού Τάγματος του Αγίου Σωτήρα» του βασιλιά της Ελλάδας Γεωργίου Α΄, λόγω της υποστήριξης του στην ελληνική κοινότητα και της συνεισφοράς του στην ανέγερση του ναού. [5] Ο επικεφαλής της πόλης έκανε προσωπική δωρεά 400 ρουβλιών μετρητών και ενός κρυστάλλινου φωτιστικού αξίας 500 ρουβλίων στην οικοδομική επιτροπή. Γραμματέας της επιτροπής ήταν ο Α. Η. Παπαδόπουλος (А. И. Попандопуло), ο οποίος ως το 1918 αντιπροσώπευε τα συμφέροντα της Ελλάδας στο βόρειοδυτικό τμήμα της Κριμαίας και ήταν αυτός που παρέδωσε στον Ντουβάν τον «Σταυρό του Αγίου Γεωργίου»[6]. Μεγάλη προσφορά στην ανέγερση του ναού αποτέλεσε το 1917, ένα δάνειο 25.000 ρουβλίων από τον μικροαστό της Ευπατορίας Νικολαΐδη (Николаиди), με τον όρο να γίνει η αποπληρωμή του από τα τρέχοντα έσοδα της εκκλησίας. Τελικά ο ναός του Προφήτη Ηλία αγιάστηκε στις 19 Ιουλίου του 1918 με ιερέα τον Ελεάζαρ Σπιριντόνοβιτς Σπιριντόνοβ (Елеазар Спиридонович Спиридонов), ο οποίος από το 1894 ως το 1900 είχε εργαστεί ως δάσκαλος του ενοριακού σχολείου, και είχε χειροτονηθεί το 1899.

Η επανάσταση του 1917 στη Ρωσία προκάλεσε πλήρη ανατροπή στο πολιτικό και νομικό καθεστώς της εκκλησίας και της εκκλησιαστικής ενορίας, όπως και στον χαρακτήρα των καθηκόντων που έπρεπε να αναλάβει κάθε θρησκευτική κοινότητα. Το 1923 σε αντίθεση με τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας σχετικά με τον εκσυγχρονισμό της εκκλησίας (Renovationism) [7] οι 13 ελληνικές ενορίες ίδρυσαν την λεγόμενη Ελληνική Ευταξία (Греческое благочиние) που συνέχισε ως το 1928. Οι εκκλησίες της Ελληνικής Ευταξίας της Κριμαίας κατέθεσαν αίτηση να μην υπάγονται σ την δικαιοδοσία του Πατριαρχείου της Μόσχας αλλά αντίστοιχα να υπαχθούν στην δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης, χωρίς όμως αποτέλεσμα [8]. Ανάμεσα σε αυτές ήταν και η ενορία του ναού του Προφήτη Ηλία στην Ευπατορία με 150 πιστούς και ιερέα τον Σπιριντόνοβ [9]. Η ενημερωτική αναφορά του ΣΤ΄ Μυστικού Τμήματος της Κρατικής Πολιτικής Υπηρεσίας «Σχετικά με την κατάσταση των Ορθοδόξων κληρικών» στις επαρχίες της ΕΣΣΔ αναφέρει την συμμετοχή των κληρικών της Ευπατορίας στο αντιδραστικό ρεύμα υποστηρικτών του Πατριάρχη Τύχων εναντίων των Renovationists [10].

Στην Ε.Σ.Σ.Δ., οι ελληνικές ενορίες είχαν επίσης να αντιμετωπίσουν την δίωξη των εθνικών μειονοτήτων. Το 1928 οι αρχές προσπάθησαν να διαλύσουν την κοινότητα της εκκλησίας του Προφήτη Ηλία, αλλά ανεπιτυχώς καθώς η κοινότητα παρουσίασε θεωρημένα από συμβολαιογράφο έγγραφα του αναπληρωτή του Λαϊκού Κομισάριου του Εξωτερικών Υποθέσεων Μ. Λιτβίνοβ (М. Литвинов) σύμφωνα με τα οποία οι Έλληνες υπήκοοι επιτρεπόταν να είναι μέλη των θρησκευτικών κοινοτήτων όπως ήταν οι ιερείς και τα μέλη εκκλησιαστικών συμβουλίων [11]. Οι αποφάσεις της Μόνιμης Επιτροπής για Θέματα Λατρείας της Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής της Κριμαίας το 1932 έγιναν η νομική βάση της κατάργησης της εκκλησίας του Προφήτη Ηλία με πρόσχημα τη λήξη του συμβολαίου με την ελληνική θρησκευτική κοινότητα. Το 1936 αφαίρεσαν τις καμπάνες από το καμπαναριό. Οι Έλληνες έγραψαν γράμμα στον Έλληνα πρόξενο στη Μόσχα, το οποίο χρησιμοποιήθηκε από τα τοπικά όργανα για να συλληφθεί και να εκτελεστεί ο ιερέας Σπιριντόνοβ ο οποίος αργότερα εκτελέστηκε, ενώ τα υπόλοιπα μέλη ως Έλληνες υπήκοοι αναγκάστηκαν να διαφύγουν στο εξωτερικό. [12] Το καμπαναριό καταστράφηκε, το δε κτίριο της εκκλησίας από τα τέλη του 1950 χρησιμοποιήθηκε ως γυμναστήριο ενώ υπήρξαν και προσπάθειες καταστροφής του.

Το 2003 έγινε η αναστήλωση του καμπαναριού και τοποθετήθηκε καινούργια καμπάνα η οποία κατασκευάστηκε στο εργοστάσιο «Μπλαγοβέστ-1» (Благовест-1) στο Ντνεπροπετρόβσκ. Η εκκλησία του Προφήτη Ηλία ξανάρχισε να λειτουργεί και να υπηρετεί τους πιστούς. Αριστερά στην είσοδο υπάρχει αναμνηστική πλάκα: «Αγίου Μάρτυρος Ελεάζαρ (Σπιριντόνοβ) της Ευπατορίας δοξασμένου μεταξύ των αγίων νεομαρτύρων και ομολογητών της Ρωσίας του 20ου αιώνα. Διατέλεσε ως ο πρώτος ιερέας της εκκλησίας του Προφήτη Ηλία κατά την περίοδο 1919-1936».

 

[1] 0,27 του εκταρίου ή 2,7 στρέμματα, М. А. Абдуллаєва, Православні храми та монастирі Криму як осередки духовного життя грецького населення (кінець XVIII – 30-і роки XX ст.), [Μ. Α. Αμπντουλλάεβα, Ορθόδοξες εκκλησίες και μοναστήρια της Κριμαίας ως κέντρα της πνευματικής ζωής του ελληνικού πληθυσμού (τέλη του 18ου αι. – δεκαετία του 1930), αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Ινστιτούτο Ιστορίας της Ουκρανίας της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών της Ουκρανίας, Κίεβο 2002.

[2] В. А. Кутайсов, М. В. Кутайсова, «Грецька церква св. Іллі» [Β. Α. Κουτάισοβ, Μ. Β. Κουτάισοβα, Ελληνική εκκλησία του Αγ. Ηλία], Αρχείο της Κυρίας Εκδοτικής Επιτροπής για την σύνταξη του «Κώδικα μνημείων της Ουκρανίας» στο Ινστιτούτο της Ιστορίας της Ουκρανίας Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών της Ουκρανίας, Αρχιτεκτονική, Κριμαία, τχ. Α΄, Ευπατορία.

[3] Греки в истории Крыма [Έλληνες στην ιστορία της Κριμαίας], Σύντομο βιογραφικό ευρετήριο, Συμφερούπολη 2000, 154.

[4] Φόζι Ιβάνοβιτς Βασιλκιώτη (Фожій Іванович Василькіоті), έμπορος, μέλος του συμβουλίου της πόλης, ο οποίος ήρθε στη Κριμαία στις αρχές του 19ου αι. από το χωριό Βασιλική της Θράκης, Греки в истории Крыма [Έλληνες στην ιστορία της Κριμαίας], Σύντομο βιογραφικό ευρετήριο, Συμφερούπολη 2000, 136.

[5] Μ. Β. Κουτάισοβα, Β. Α. Κουτάισοβ (επίμ.), С. Е. Дуван, «Я люблю Евпаторию», Слово и дело Городского Головы [Σ. Ε. Ντουβάν, «Αγαπώ την Ευπατορία», Ο λόγος και έργο του επικεφαλής της πόλης], Ευπατορία 1996, 155

[6] Греки в истории Крыма [Έλληνες στην ιστορία της Κριμαίας], Σύντομο βιογραφικό ευρετήριο, Συμφερούπολη 2000, 226.

[7] Renovationism (η επίσημη ονομασία - Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία και αργότερα Ορθόδοξη Εκκλησία στη Σοβιετική Ένωση, όπως Renovationist, zhivotserkovnichestvoobnovlenchestvo) ήταν σχισματικό κίνημα στον Ρωσικό Χριστιανισμό το οποίο προέκυψε μετά την επανάσταση του Φεβρουαρίου του 1917. Ο δεδηλωμένος στόχος της «ανανέωσης της Εκκλησίας» με λίγα λόγια ήταν ο εκδημοκρατισμός της εκκλησιαστικής διοίκησης και εκσυγχρονισμός της λειτουργίας της, όπως η αλλαγή του εκκλησιαστικού ημερολογίου. Το κίνημα διαφώνησε με την ηγεσία της Εκκλησίας η οποία εκπροσωπούταν από τον Πατριάρχη Τύχων, εκφράζοντας την πλήρη υποστήριξη του στο νέο καθεστώς και τον μετασχηματισμό της ρωσικής εκκλησίας. Ξεκινώντας ως ένα «λαϊκό» κίνημα ανάμεσα στους ρώσους κληρικούς για την αναμόρφωση της Εκκλησίας, γρήγορα βρήκε την πλήρης στήριξη των σοβιετικών μυστικών υπηρεσιών, οι οποίες ήλπιζαν να διαχωρίσουν και να αποδυναμώσουν τη Ρωσική Εκκλησία. Η κίνηση αυτή έλαβε επίσημη θέση από το 1922 έως το 1946, με τον θάνατο του ηγέτη του, Αλέξανδρου Ββεντένσκι. Κοιτ. στο М. А. Абдуллаєва, Грецькі громади Криму в 1917 – 1938 рр. [Μ. Α. Αμπντουλλάεβα, Ελληνικές κοινότητες της Κριμαίας το 1917 – 1938], Ινστιτούτο της Ιστορίας Ουκρανίας της ΕΑΕ της Ουκρανίας, Κίεβο 2001.

[8] Ю. А. Катунин, «Причины раскола в православии Крыма (1920 – 1923 гг.» [Ιου. Α. Κατούνιν, Οι λόγοι σχίσματος της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κριμαίας (1920 – 1923)] Κουλτούρα Ναρόντοβ Πριτσερνομόρια, 1999, τχ. 9, σ. 71; Ю. А. Катунин, «Греческая православная церковь Крыма (1922 – 1928)» [Ιου. Α. Κατούνιν, Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία της Κριμαίας (1922 – 1928)], Κουλτούρα Ναρόντοβ Πριτσερνομόρια, 1998, τχ. 5, 378.

[9] Κρατικό Αρχείο της Αυτόνομης Δημοκρατίας της Κριμαίας (ΚΑΑΔΚ), αρχειακή σειρά Ρ-663 «Центральный исполнительный комитет Совета рабочих, крестьянских, красноармейских и краснофлотских депутатов Крымской АССР» [«Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή του Σοβιέτ αντιπροσώπων των εργατών, αγροτών, στρατιωτών και ναυτών του Κόκκινου στρατού της Αυτόνομης Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Κριμαίας»], αρ. ευρ. 10, φακ. 1587.

[10] Ν. Ν. Ποκρόβσκιϊ, Σ. Γ. Πετρόβ(επίμ.), Архивы Кремля, Политбюро и церковь 1922 – 1925 гг. [Αρχεία του Κρεμλίνου, Πολιτικό Γραφείο και η Εκκλησία 1922 - 1925], «ΡΟΣΣΠΕΝ», «Σιμπίρσκιϊ χρονόγραφ», Μόσχα, Νοβοσιμπίρσκ 1998, τχ. 2, 379.

[11] Ю. А. Катунин, «Греческая православная церковь Крыма…», 382 – 383.

[12] Λεπτομερές βιογραφικό του Ελεάζαρ Σπιριντόνοβ στο http://reporter.delfi.ua/news/reporter/hram-velikomuchenik-evpatorijskaya-grecheskaya-cerkov-svyatogo-ilii.d?id=1184440 (πρόσβαση 22-09-2014).


Αναφορές

Ιστοσελίδες:

Церковь св. Ильи в г. Евпатория, Республика Крым [H εκκλησία του Προφήτη Ηλία στην Ευπατορία, Δημοκρατία της Κριμαίας] διαθέσιμο στη διεύθυνση https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Eupatoria_04-14_img10_StElijah_Church.jpg?uselang=ru, (πρόσβαση 22.09.2014).

Церковь св. Ильи в г. Евпатория, Республика Крым [H εκκλησία του Προφήτη Ηλία στην Ευπατορία, Δημοκρατία της Κριμαίας] διαθέσιμο στη διεύθυνση http://fayne.info/cerkov-proroka-ilii-v-evpatorii.html, (πρόσβαση 22.09.2014).

Татьяна Дугиль, Храм-великомученик: Евпаторийская греческая церковь Святого Илии [Τατιάνα Ντουγίλ, Ο ναός μεγαλομάρτυρας: ελληνική εκκλησία του Προφήτη Ηλία στην Ευπατορία] διαθέσιμο στη διεύθυνση http://reporter.delfi.ua/news/reporter/hram-velikomuchenik-evpatorijskaya-grecheskaya-cerkov-svyatogo-ilii.d?id=1184440, (πρόσβαση 22-09-2014).

Αρχεία:

Κρατικά Αρχεία της Αυτόνομης Δημοκρατίας της Κριμαίας (ΚΑΑΔΚ), αρχ. Ρ-663 «Центральный исполнительный комитет Совета рабочих, крестьянских, красноармейских и краснофлотских депутатов Крымской АССР» [«Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή του Σοβιέτ αντιπροσώπων των εργατών, αγροτών, στρατιωτών και ναυτών του Κόκκινου στρατού της Αυτόνομης Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Κριμαίας»], αρ. ευρ. 10, φακ. 1587.

В. А. Кутайсов, М. В. Кутайсова, Грецька церква св. Іллі [Β. Α. ΚουτάισοβΜ. Β. Κουτάισοβα, Ελληνική εκκλησία του Προφήτη Ηλία], Αρχείο της Κυρίας Εκδοτικής Επιτροπής για την σύνταξη του «Κώδικα μνημείων της Ουκρανίας» στο Ινστιτούτο της Ιστορίας της Ουκρανίας Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών της Ουκρανίας, Αρχιτεκτονική, Κριμαία, τχ. Α΄, Ευπατορία.

Βιβλιογραφία:

Ν. Ν. Ποκρόβσκι, Σ. Γ. Πετρόβ(επιμ.), Архивы Кремля, Политбюро и церковь 1922 – 1925 гг. [Αρχεία του Κρεμλίνου, Πολιτικό Γραφείο και η Εκκλησία 1922 - 1925], «ΡΟΣΣΠΕΝ», «Σιμπίρσκι χρονόγραφ», Μόσχα, Νοβοσιμπίρσκ 1998, τχ. 2.

Греки в истории Крыма [Έλληνες στην ιστορία της Κριμαίας], Σύντομο βιογραφικό ευρετήριο, Συμφερούπολη 2000.

М. А. Абдуллаєва, Православні храми та монастирі Криму як осередки духовного життя грецького населення (кінець XVIII – 30-і роки XX ст.), [Μ. Α. Αμπντουλλάεβα, Ορθόδοξες εκκλησίες και μοναστήρια της Κριμαίας ως κέντρα της πνευματικής ζωής του ελληνικού πληθυσμού (τέλη του 18ου αι. – δεκαετία του 1930)], αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Ινστιτούτο Ιστορίας της Ουκρανίας της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών της Ουκρανίας, Κίεβο 2002.

М. А. Абдуллаєва, Грецькі громади Криму в 1917 – 1938 рр. [Μ. Α. Αμπντουλλάεβα, Ελληνικές κοινότητες της Κριμαίας το 1917 – 1938], Ινστιτούτο της Ιστορίας Ουκρανίας της ΕΑΕ της Ουκρανίας, Κίεβο 2001.

Μ. Β. Κουτάισοβα, Β. Α. Κουτάισοβ (επίμ.), С. Е. Дуван, «Я люблю Евпаторию», Слово и дело Городского Головы [Σ. Ε. Ντουβάν, «Αγαπώ την Ευπατορία», Ο λόγος και έργο του δημάρχου], Ευπατορία 1996.

Ю. А. Катунин, «Греческая православная церковь Крыма (1922 – 1928)» [Ιου. Α. Κατούνιν, Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία της Κριμαίας (1922 – 1928)], Κουλτούρα Ναρόντοβ Πριτσερνομόρια, 1998, τχ. 5.

Ю. А. Катунин, «Причины раскола в православии Крыма (1920 – 1923 гг.)» [Ιου. Α. Κατούνιν. Οι λόγοι του σχίσματος της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κριμαίας (1920 – 1923)] Κουλτούρα Ναρόντοβ Πριτσερνομόρια, 1999, τχ. 9.


Επιστροφή